-Εικόνα από Jesse Thompson-
Όλοι γνωρίζουμε παραμύθια και μύθους που μιλάνε για το λύκο που καταβροχθίζει το μικρό κορίτσι ή μικρά ζωάκια, το Μινώταυρο, τους αφέντες δράκους που για τροφή ζητούν νέους και νέες. Αυτοί οι χαρακτήρες παρουσιάζονται δυνατοί, άγριοι, επικίνδυνοι ή δόλιοι. Συνήθως, ζουν απομονωμένα στα σκοτεινά – σε πυκνό δάσος, λαβύρινθο, σπήλαιο, πηγάδι. Δρουν με φοβέρες δείχνοντας τα κοφτερά τους δόντια και μυτερά τους νύχια. Απαιτούν επιτακτικά να τους δοθεί η φρέσκια τροφή. Μέσα τους υπάρχει μια μεγάλη και ακόρεστη πείνα που στη θέα της φρέσκιας τροφής κατακλύζονται από πόθο, ωθώντας τους δίχως δισταγμό να κυνηγήσουν, να επιτεθούν, να αμυνθούν και να παλέψουν μέχρι την απόκτηση της.
Μα όπως ξέρουμε οι χαρακτήρες των μύθων/παραμυθιών και οι ιστορίες τους έχουν ως βάση τον άνθρωπο. Ο συμβολισμός τους είναι ο καθρέφτης των διάφορων πτυχών του ανθρώπου. Ποια άραγε πτυχή μας είναι αυτή που φανερώνεται μέσα από τέτοιους μοχθηρούς ζωόμορφους χαρακτήρες; Νιώθω πως αυτό το ερώτημα μας καλεί να στρέψουμε την προσοχή στον εαυτό μας και να παρατηρήσουμε πως δρούμε στην πρακτική της ζωής μας.
Ο καθένας από εμάς μεγαλώνοντας έχει φτιάξει με πολύ κόπο ένα οικοδόμημα από εικόνες για τον εαυτό του που δίνουν μια αίσθηση ταυτότητας. Υπάρχουν στιγμές στην καθημερινότητα που νιώθουμε προσβεβλημένοι από λόγια ή πράξεις των άλλων. Αυτό συνήθως, μας παρακινεί στην αντεπίθεση και άμεση δράση παλεύοντας να ανακτηθεί η θιγμένη μας αξία, απαιτώντας δικαίωση. Τα λόγια μας γίνονται κοφτερά και ειρωνικά, η δε συμπεριφορά μας τιμωρητική, μειώνοντας ή μηδενίζοντας αυτόν που τόλμησε να κάνει τέτοια πράξη.
Άλλες φορές βιώνουμε τις προσδοκίες που έχουμε να μην αναγνωρίζονται από τα μάτια του άλλου. Μπορεί να νιώσουμε ότι μας αμελεί, δεν μας υπολογίζει, μας κοροϊδεύει ή μας μεταχειρίζεται, την ίδια στιγμή που εμείς προσφέρουμε τα πάντα για αυτόν. Και να! Κάτι ξεσηκώνεται στο εσωτερικό που δρα ωμά κόβοντας κάθε σχέση μαζί του ή πληγώνοντας τον με παρόμοιο τρόπο. Στον αντίποδα, διεκδικούμε αυτό που δεν μας δίνεται μέσα από την επιβολή. Για να αναγνωριστεί αυτό που για εμάς είναι ύψιστης σημασίας χρησιμοποιούμε τη ψυχολογική δωροδοκία ή τις ενοχές παίζοντας με το συναισθηματικό κομμάτι του άλλου, ή και ακόμα οδηγούμαστε σε άσκηση σωματικής βίας.
Συχνά, γινόμαστε κριτές των άλλων με βλοσυρή γλώσσα θεωρώντας τον εαυτό μας υπεράνω, γνώστη και ορθό, υπογραμμίζοντας τα λάθη ή τις παρεκκλίνουσες για εμάς πράξεις τους. Ο άλλος άνθρωπος μας είναι αποδεχτός όταν ακολουθεί τη δική μας γραμμή πεποιθήσεων και αναγκών. Αν δρα αλλιώτικα τότε τον ρίχνουμε στην πλευρά του αποτυχημένου και ανεπιθύμητου. Μέσα από την απορριπτική μας στάση τον βλέπουμε σαν κάτι ξένο προς εμάς, να βρίσκεται σε ένα επίπεδο που εμείς δεν θα πέσουμε πότε. Δεν αφουγκραζόμαστε, ούτε βλέπουμε πίσω από τη δράση του και το κυριότερο γινόμαστε τυφλοί απέναντι στο δικό μας ανεπιθύμητο εσωτερικό κομμάτι.
Οι βαθιές μας επιθυμίες και ανάγκες έχουν τη δύναμη να μας απορροφούν μέσα σε φιλοδοξίες καταξίωσης αποδυναμώνοντας κάθε είδους αληθινής επαφής με τον εαυτό μας, αλλά και με τους άλλους. Από τις σχέσεις μας απουσιάζει η ευαισθησία και η συναισθηματική ασφάλεια, καθώς εμείς κυνηγάμε να αποκτήσουμε επιτυχία, υψηλή κοινωνική θέση, πλούτο και ισχύ για να δείξουμε ότι είμαστε ικανοί και να ξεχωρίσουμε στα μάτια των άλλων.
Μέσα από όλα αυτά και άλλα τόσα που δεν γράφτηκαν, βλέπουμε τον άνθρωπο σε μια συνεχή προσπάθεια να διατηρήσει λαμπερή την αυτοεικόνα του, να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του και να πραγματώσει τις επιθυμίες του. Για να το πετύχει αυτό, τον βλέπουμε συχνά να δείχνει τα κοφτερά του δόντια, τα μυτερά του νύχια, να ορθώνει τις γροθιές του, να αφήνει θορυβώδεις βρυχηθμούς καθώς τεντώνεται με αρπακτική διάθεση προς το ποθητό αντικείμενο – τη φρέκια τροφή. Τον ακούμε να φωνάζει: “Δικό μου”, “Μου ανήκει”, “Μου οφείλει”, “Θέλω”, “Έχω ανάγκη”. Και έτσι, η βαθιά πείνα, το ακόρεστο και ανικανοποίητο κενό φανερώνεται μέσα από τη δράση του μοχθηρού ζώου που ζητά να επιβιώσει.
Από που μπορεί να προέρχεται τέτοια πείνα που έχει τη δύναμη να υποκινήσει τη βλοσυρότητα μέσα μας; Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο με εμπειρία. Δηλαδή, η απάντηση έρχεται μέσα από τον ίδιο τον άνθρωπο όταν αντιληφθεί την επιθετικότητα που κατοικεί μέσα του και τολμήσει να κάνει το εσωτερικό ταξίδι στο σκοτεινό δάσος, στο σπειροειδή λαβύρινθο, στο βαθύ σπήλαιο ή πηγάδι για να ανταμώσει με το αγριεμένο ζώο. Αν και το ταξίδι είναι αρχετυπικό, η βιωματική αυτή απάντηση είναι πάντοτε εναρμονισμένη με την προσωπική ιστορία που φέρει μαζί του ο κάθε άνθρωπος.
Ας δούμε όμως, τι λένε οι μαρτυρίες των ανθρώπων που τολμούν να κάνουν αυτό το ταξίδι μέσα από τη δραματοθεραπευτική διαδικασία.
Αρχικά η πρόσβαση τους μέσα στον άγνωστο και σκοτεινό χώρο σκιαγραφεί ένα μέρος που έχει αμυδρό έως και καθόλου φως, ενώ γίνεται αναφορά πως ξυπνά τις αισθήσεις ανοίγοντας τες διάπλατα. Κάποιοι περιγράφουν ότι ο χώρος έχει την αίσθηση της υγρασίας, ενώ άλλοι νιώθουν να είναι κρύος μέχρι και πολύ ψυχρός. Μερικοί λένε ότι αισθάνονται πως βρίσκονται σε ένα πλατύ χώρο δίχως ένδειξη ορίων, ενώ, για άλλους είναι αρκετά στενός και περιοριστικός. Κάποιες φορές έχουν πληροφορίες για την υφή του χώρου δηλαδή, νιώθουν το σκληρό πέτρωμα ή το μέταλλο από το οποίο είναι φτιαγμένος, άλλοτε, διακρίνουν μια πυκνή ομίχλη ή πολύ λεπτά πέπλα γύρο τους.
Σταδιακά φτάνουν σε ένα βαθύ και κεντρικό σημείο όπου εκεί γίνεται η αντάμωση με το άγριο ζώο. Το βιώνουν ως ακούραστο, γεμάτο δύναμη, με δράση ωμή και άμεση, οι αισθήσεις μπροστά στη θέα της φρέσκιας τροφής πυροδοτούν βαθιές ανάγκες και ένα δυνατό πόθο για ικανοποίηση τους. Το κύριο μέσο του είναι το σώμα -γραπώνει, αγγίζει, σφίγγει, γεύεται, μυρίζει, βλέπει, ακούει, πάλλεται. Δεν χρησιμοποιεί το λόγο αλλά, άναρθρους ήχους. Η μαρτυρία εδώ συχνά περιγράφει μια έντονη εμπειρία ενστίκτων -αυτή η πτυχή του ανθρώπου που είναι συνδεδεμένη με το πρώιμο και πρωταρχικό στοιχείο της φύσης του.
Και καθώς η εμπειρία των ενστίκτων βιώνεται στην πληρότητα της μέσα από τη λαχτάρα για ικανοποίηση και κορεσμό, γίνεται μια παράδοξη μετατροπή στις εσωτερικές εικόνες. Το πεινασμένο ζώο ξεθωριάζει και εμφανίζεται πίσω από αυτό, ένα παιδί. Ένα μικρό παιδί με κύρια αίσθηση τη μοναξιά, το φόβο, το βαθύ πόνο και την εγκατάλειψη μέσα στο σκοτεινό χώρο. Σε αυτό το πολύ κρίσιμο σημείο, η μαρτυρία όσων έφτασαν εκεί λέει ότι ένιωσαν ολοκληρωτικά ευάλωτοι. Οι άμυνες έπεσαν. Αυτή η ευαλωτότητα έφερε την ενθύμηση του εαυτού τους ως έμβρυο, βρέφος ή μικρό παιδί. Θυμήθηκαν στιγμές που η μήτρα γινόταν αφιλόξενη ή μη ασφαλής χώρος, το αμοιβαίο κοίταγμα με τη μητέρα ή και τον πατέρα που δεν κράτησε όσο το είχαν ανάγκη ή δεν τους δόθηκε ποτέ, θυμήθηκαν τη ζεστασιά του κρατήματος και το τρυφερό άγγιγμα που δεν τους προσφέρθηκε ολοκληρωτικά, θυμήθηκαν το παιχνίδι που κράτησε πολύ λίγο ή δεν υπήρξε καθόλου, θυμήθηκαν τη συναισθηματική ασφάλεια που δεν θεμελιώθηκε μέσα τους γερά. Θυμήθηκαν ή καλύτερα είδαν την έκταση του κενού μέσα στο εγκαταλειμμένο παιδί, το οποίο συντηρεί ζωντανό το αίτημα του για αυτή την πολύ ιδιαίτερη και λεπτή τροφή.
Προκαλούν δέος και βαθιά συγκίνηση οι μαρτυρίες που φέρνουν στο φως τη συνειδητοποίηση πως, η φρέσκια τροφή δεν ζητείται από το μοχθηρό ζώο, αλλά από το ξεχασμένο παιδί. Το μοχθηρό ζώο φαίνεται να είναι το μέσο απόκτησης της στην πάροδο του χρόνου, καθώς αυτό το είδος τροφής θρέφει την πρώτη ύλη στον ψυχισμό του ανθρώπου. Και η πρώτη ύλη είναι αυτή η άμορφη αρχέγονη Ουσία στον πυρήνα μας που όταν τραφεί με τα κατάλληλα συστατικά, αφήνει να αναπτυχθούν και να πάρουν μορφή οι αληθινές εσωτερικές δυνατότητες του ανθρώπου -και όχι αυτές που λαμβάνει από τον έξω κόσμο που του μιλούν για πρέπει/δεν πρέπει, σωστό/λάθος, μπορείς/δεν μπορείς, έχεις/δεν έχεις, είσαι/δεν είσαι.
Ποια λοιπόν είναι αυτά τα κατάλληλα συστατικά για την Ουσία μας που απεικονίζονται με το σύμβολο του παιδιού, του νέου/της νέας ή ακόμα και του μικρού ζώου; Αυτή η ερώτηση ας γίνει μια ανοικτή πρόσκληση στον καθένα και την καθεμία, που έχει τη διάθεση να ανατρέξει στο συμβολικό κόσμο των μύθων, παραμυθιών και εσωτερικών εικόνων, να εξερευνήσει και να συναντήσει την αυθεντική απάντηση που έρχεται από το βάθος. Και ως ενήλικες πια να βρούμε τον τρόπο θρέψης του λησμονημένου παιδιού που θα το βοηθήσει να μεγαλώσει στο φως για να μπορέσει να δώσει τα δώρα που φέρει μαζί του.