Η Μέδουσα ξεπρόβαλε εμπρός της ως ασπίδα απλώνοντας πάνω στο σώμα της σαν εξωτερικό δέρμα προστασίας. Ήταν τότε νεαρό κορίτσι που μόλις πρωτοπάτησε στο μονοπάτι της θηλυκότητας με φρεσκάδα, αγνότητα, μυρωδιές και απαλότητα.
Ο καιρός πέρασε, το δέρμα αυτό παρέμεινε και βάθυνε τις ρίζες του μέσα στο ζωντανό σώμα. Όσο προχωρούσε, τόσο πιο πολύ έπινε το νερό από τα εσωτερικά στρώματα του ζωντανού. Τα αφυδατωμένα σημεία πλήθαιναν σχηματίζοντας σκληρό φλοιό που θύμιζε πέτρα, κάνοντας το σώμα της δύσκαμπτο και απόλυτα ελεγχόμενο. Το χρώμα του αλλοιώθηκε και έγινε χλωμό. Η επιφάνεια του απέκτησε τραχιά και κρύα υφή. Το άγγιγμα έγινε σύντομο και επιφυλακτικό.
Η λάμψη των ματιών της αντικαταστάθηκε από το κοφτερό βλέμμα καχυποψίας και δυσπιστίας. Ο δε νους εξόρισε κάθε στοιχείο φαντασίας και ενίσχυσε την ορθή λογική, τα στενά και προκαθορισμένα πλαίσια. Τα συναισθήματα έχασαν την αλήθεια τους και κινήθηκαν κάτω από τις επιθυμίες της ανάγκης. Η ψυχή κουλουριάστηκε τόσο πολύ, που τράβηξε στο βάθος της την πηγή δημιουργικότητας και τη λάμψη του πνεύματος της. Εκεί που το αρχέτυπο της Μέδουσας ήρθε να προστατεύσει, κατέληξε στο να εξορίσει και να πετρώσει μορφές εσωτερικής ζωής και εξέλιξης.
Ως ώριμη γυναίκα πια, όπως θεωρείται και θεωρεί τον εαυτό της, κατάφερε να φτιάξει τη ζωή της με βάση τους άξονες που χάραξε η κοινωνία στην οποία ζει. Σπουδές, δουλειά, φιλίες, οικογένεια, σπίτι, όλα καθώς πρέπει. Η ίδια ζει την καθημερινότητα της σαν μια συνηθισμένη μέρα ίδια με τις προηγούμενες, το χρόνο να τρέχει και όλα να γίνονται με μια ανάσα, η κάθε της κίνηση μια μηχανική πράξη κάτω από τον ορισμό του πρέπει και των προσδοκιών, καθώς, οι σχέσεις με τους άλλους αξιολογούνται σε ποσοστά βλάβης ή ωφέλειας απέναντι στις ανάγκες της.
Μα κατά διαστήματα ξεπροβάλλουν φευγαλέα εικόνες από όνειρα το βράδυ ή στη διάρκεια της ημέρας που φέρνουν χρώματα, μυρωδιές ή ήχους από εκείνη τη φρεσκάδα του νεαρού κοριτσιού. Προς στιγμής, ξυπνά και αναπολεί. Προς στιγμής, συγκρίνει τη ζωή του νεαρού κοριτσιού με τη ζωή της εικονικά ώριμης γυναίκας. Αναγνωρίζει μια αίσθηση δυσφορίας ή μελαγχολίας μα σύντομα ξανακοιμάται πέφτοντας πίσω στη μηχανική της ζωή.
Έρχεται όμως, η μέρα που κάτι γίνεται και ταρακουνά το μαθημένο της ρυθμό. Είναι τότε που τα μάτια της αντικρίζουν ασχήμια να προβάλλεται από την επιφάνεια της ασπίδας αυτού που στέκεται απέναντι της. Βλέπει τον εαυτό της να προσπαθεί με κάθε τρόπο να γίνει αποδεκτή, να αμύνεται στην κριτική, να ανταγωνίζεται άλλους, να προσπαθεί να πείσει πόσο ικανή, σωστή και υπέρ άνω είναι, να κρατά αρνητικά συναισθήματα, να τα ανταποδίδει σε κάθε ευκαιρία, να νιώθει αδικημένη και πληγωμένη. Βλέπει τον εαυτό της να κάνει έρωτα χωρίς σύνδεση, να αγκαλιάζει το παιδί της χωρίς να είναι παρούσα, να βρίσκεται σε ένα σώμα που το νιώθει ξένο είτε επειδή δεν πληρεί τις κοινωνικές προϋποθέσεις ομορφιάς, είτε επειδή της δίνει μόνο παθήσεις και πόνο. Μέσα από τον καθρέφτη βλέπει πόσο τρομακτικά στεγνή και πέτρινη είναι η ζωή της, σχεδόν νεκρή.
Όπως ξετυλίγεται το νήμα του μύθου, μετά το καθρέφτισμα εμφανίζεται η πρόθεση παύσης αυτού του άνυδρου τρόπου ζωής. Είναι η στιγμή που η γυναίκα επιστρατεύει μια πτυχή του εαυτού της με στοιχεία αποφασιστικότητας, επιμονής και αφοσίωσης για να απαλλαγεί από τον πέτρινο της φλοιό. Η πάλη που ακολουθεί είναι επώδυνη και μακρά πάνω σε μια αρένα με δυναμικές που προσπαθούν να αποτρέψουν την απώλεια απέναντι στον ερχομό της αλλαγής.
Μέσα από αυτή την εσωτερική διαδικασία η γυναίκα αρχίζει να θυμάμαι ξεχασμένα στοιχεία του εαυτού της που κάποτε την είχαν θρέψει με ζωτικότητα, αυθορμητισμό, απαλότητα, απλότητα, άφημα, εσωτερική ασφάλεια, επιθυμία για εξερεύνηση, δοκιμή και βίωμα. Η γυναίκα αψηφά και συνεχίζει να συνδέεται με τα ξεχασμένα της στοιχεία και όλο πιο πολύ θυμάται την αυθεντική της ύπαρξη, το βαθύ της Είναι. Η θύμηση αναδύεται από το εσωτερικό ως λάμψη, καθώς η ψυχή ξεδιπλώνεται αφήνοντας να φανεί το απύθμενο της δημιουργικότητας και το χρυσό του πνεύματος της. Μια αρχετυπική πορεία μεταμόρφωσης του εαυτού που μέσα της εμπεριέχεται η ίαση και η αναγέννηση.